-
1 διακρούω
A knock or drive through,ὅταν οἱ σφῆνες διακρουσθῶσιν Thphr.CP2.15.4
; knock off,δεσμά Paus.4.17.1
.2 prove by knocking or ringing, as one does an earthen vessel,δ. εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαθρὸν φθέγγεται Pl.Tht. 179d
, cf. Luc.Par.4:—perh.in a similar sense in IG7.3073.164 (Lebad.).II [voice] Med., drive from oneself, get rid of,τοὺς Ἕλληνας Hdt.7.168
;πρόσοδον [πρέσβεων] D.H.3.3
;μακρὰς στρατηγίας Plu.Nic.6
; evade,διακρούεσθαι τὸ δίκην δοῦναι D.21.128
; (iv A.D.); δ. τινά evade his creditor by delays, of a debtor, D.34.13;δ. τοὺς λοιδοροῦντας Plu.2.70d
;δ. τοὺς κυρίους μὴ καταθεῖναι D.38.12
; soδ. τὸν παρόντα χρόνον Id.19.33
; evade, slur over a difficult question,ψιλῇ παρατηρήσει A.D.Pron.41.8
; evade an argument, Sor.1.58: abs., practise evasions and delays, D.21.186, 201, POxy. 237 viii 10 (ii A.D.):—[voice] Pass., διακρουσθῆναι τῆς τιμωρίας escape from punishment, D.24.132.IV intr., break away, escape, Numen. ap. Eus.PE11.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακρούω
См. также в других словарях:
όλπη — ὄλπη και ὄλπις, ιος και ιδος, και δωρ. τ., ὄλπα, ἡ (Α) 1. δοχείο λαδιού, συνήθως από δέρμα, για χρήση από τους αθλητές στην παλαίστρα 2. η λήκυθος τών κυνικών φιλοσόφων 3. λαγήνι, κανάτι κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄλπη ανάγεται στην ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek